- μυάκανθος
- μυάκανθος, ὁ (Α)το φυτό ασπάραγος ο πετραίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ-άκανθος, μυρτ-άκανθος), επειδή τα φύλλα τού φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυάκανθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυακάνθου — μυάκανθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυάκανθα — και μυακάνθη, ἡ (Μ) ο μυάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυάκανθος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μυακάνθιον — μυακάνθιον, τὸ (Α) [μυάκανθος] ο μυάκανθος, ο ασπάραγος … Dictionary of Greek
μυακάνθινος — μυακάνθινος, ίνη, ον (Α) [μυάκανθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek